σιγοντάρω

σιγοντάρω
(αόρ. σιγοντάρισα) μετ.
1) подпевать; вторить; 2) перен. подпевать, поддакивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σιγοντάρω" в других словарях:

  • σιγοντάρω — σιγοντάρω, σιγοντάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιγοντάρω — και σιγουντάρω Ν βλ. σε(γ)κοντάρω …   Dictionary of Greek

  • σιγοντάρω — βλ. σεγκοντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεγκοντάρω — και σεκοντάρω και σιγοντάρω Ν 1. κάνω τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, κάνω σεγκόντο 2. συνεκδ. βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secondare (βλ. λ. σεγκόντο)] …   Dictionary of Greek

  • ακομπανιάρω — (λ. ιταλ.) 1. συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή τραγουδιστή: Το μόνο που έκανε εκείνος είναι ότι ακομπάνιαρε. 2. ενισχύω τη γνώμη κάποιου, σιγοντάρω: Δεν παρέλειπες και συ να ακομπανιάρεις σε όσα έλεγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεγκοντάρω — και σιγοντάρω (λ. ιταλ.), υποστηρίζω, υποβοηθώ: Τον σιγοντάρουν κι άλλοι σ αυτό το έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»